ὑπερφυεῖ

ὑπερφυεῖ
ὑπερφύομαι
grow upon
aor subj pass 3rd sg (epic)
ὑπερφυής
growing above
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ὑπερφυής
growing above
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • пачеѥстьствьныи — (4*) пр. Сверхъестественный: нѣ(с) ѥстьствьныхъ ˫авленьѥ ѡтинѹдь пре(д)ставити пачеѥстественыхъ вещии. (ὑπὲρ φύσιν) ГА XIV1, 223в; печать тамо прииму сп҃на кр҃щнь˫а и ѡбещникъ буду дивнаго ти мд҃ролюби˫а. пачеѥстественаго постнаго жить˫а.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”